- ἐλεγχομένων
- ἐλέγχωdisgracepres part mp fem gen plἐλέγχωdisgracepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοτιμία — Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… … Dictionary of Greek
ιόντα — Ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια τα οποία αποτελούνται από ένα άτομο (π.χ. Η, Ag, Cl), μία ομάδα (π.χ. ΟΗ, SO4) ή ένα μόριο (π.χ. Ο2) που είτε έχασε ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια και έγινε έτσι θετικά φορτισμένο ι. (κατιόν) είτε προσέλαβε ένα ή… … Dictionary of Greek
σμογκ — (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια… … Dictionary of Greek